- ἀφηγοῦνται
- ἀφηγέομαιlead the way frompres ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic)ἀφηγέομαιlead the way frompres ind mid 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
κονκισταδόρες — (conquistadors). Ισπανοί εξερευνητές που συμμετείχαν στην πολιτική και στρατιωτική επιχείρηση (conquista) του 16oυ αι., η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της χώρας τους στην Κεντρική και Νότια Αμερική, εκτός από τη Βραζιλία, η οποία… … Dictionary of Greek
Σαμουήλ — I Ο τελευταίος κριτής του Ισραήλ· έζησε γύρω στα μέσα του 11ου αι. π.Χ. Η μητέρα του, Άννα, που ήταν στείρα, πέτυχε τη γέννησή του με την προσευχή και τον αφιέρωσε στον Κύριο. Μετά την κλήση του στο αξίωμα του κριτή, πολέμησε νικηφόρα κατά των… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
διήγημα — Ένα από τα σπουδαιότερα είδη του αφηγηματικού πεζού λόγου, που αντλεί τα θέματά του είτε από την πραγματικότητα είτε από τον κόσμο της φαντασίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η περιορισμένη του έκταση σε χώρο και χρόνο. Στην Ελλάδα εισηγητής … Dictionary of Greek